- ταξιόζωτος
- ταξι-όζωτος, ον,A with branches at regular intervals, Thphr. HP1.8.3 (prob. cj. for ἀξιολογώτατα).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταξιόζωτος — ον, Α (για δένδρο) αυτός τού οποίου τα κλαδιά εκφύονται σε κανονικά διαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + ὀζωτός (< ὀζοῦμαι < ὄζος (Ι) «βλαστός, κλαδί»)] … Dictionary of Greek
ταξιόζωτα — ταξιόζωτος with branches at regular intervals neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)